αμεταπώλητος
Смотреть что такое "αμεταπώλητος" в других словарях:
αμεταπώλητος — η, ο [μεταπωλώ] αυτός που δεν μεταπωλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταπωληθεί … Dictionary of Greek
αμεταπώλητος — η, ο [μεταπωλώ] αυτός που δεν μεταπωλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταπωληθεί … Dictionary of Greek